υπερδιεγερσιμότητα

υπερδιεγερσιμότητα
[-ης (-ητος)] η мед. чрезмерная раздражительность, возбудимость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπερδιεγερσιμότητα" в других словарях:

  • υπερδιεγερσιμότητα — η, Ν ιατρ. παθολογικά αυξημένη νευρο μυϊκή διεγερσιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + διεγερσιμότητα] …   Dictionary of Greek

  • υπερδιεγερσιμότητα — η η κατάσταση του νευρικού συστήματος, όταν αυτό διεγείρεται υπερβολικά από εξωτερικούς ερεθισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπασμοφιλία — η, Ν ιατρ. προδιάθεση για σπασμούς, νευρική υπερδιεγερσιμότητα, άλλοτε λανθάνουσα και άλλοτε εκδηλούμενη με λιποθυμίες, με παραισθήσεις και ζωηρά οστεοτενόντια αντανακλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spasmophilia (< σπασμός + φιλία …   Dictionary of Greek

  • παραθυρεοειδείς — (Ανατ.). Μικροί ενδοκρινείς αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται πίσω από τους πλάγιους λοβούς του θυρεοειδούς· το έκκριμά τους, η παραθορμόνη, συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, και συνεπώς στη διεργασία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»